- αρωματίζομαι
- αρωματίζομαι, αρωματίστηκα, αρωματισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μοσχοραίνω — και μοσκοραίνω (Μ) 1. αρωματίζομαι με μόσχο 2. αναδίδω ευωδιά, μοσχοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + ῥαίνω «ραντίζω»] … Dictionary of Greek
μυραλοιφώ — μυραλοιφῶ, έω (Α) αλείφω κάποιον με μύρο ή αλείφομαι με μύρο, αρωματίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυρ αλοιφός < μύρον + ἀλείφω (πρβλ. ξηρ αλοιφώ, πισσ αλοιφώ)] … Dictionary of Greek